στρατηγείο

στρατηγείο
το / στρατηγεῑον, ΝΜΑ, και στρατήγιον ΜΑ [στρατηγός]
νεοελλ.
1. η έδρα τού στρατηγού μαζί με το επιτελείο του και το προσωπικό διοικήσεως όπλων και διευθύνσεως υπηρεσιών που υπάρχει σε κάθε μεγάλη μονάδα
2. μτφ. έδρα ή πυρήνας δράσης ενός κινήματος, ορμητήριο («το στρατηγείο τών επαναστατών»)
3. φρ. «γενικό στρατηγείο» — το επιτελείο και το σύνολο τού προσωπικού διοικήσεως όπλων και υπηρεσιών στην ανώτατη διοίκηση τού στρατού
μσν.
ως κύριο όν. Στρατήγιον
ονομασία δύο πλατειών τής Κωνσταντινούπολης όπου υπήρχαν τα αρχηγεία τού στρατού
(| (μσν.-αρχ.) στρατόπεδο
αρχ.
1. η σκηνή τού στρατηγού
2. (κυρίως ο τ. στρατήγιον) α) (στην Αθήνα) ο τόπος συνεδρίασης τών στρατηγών
β) (στη Ρώμη) το ίδρυμα διαμονής τού πραίτωρα
γ) (στην Αίγυπτο) το αξίωμα και η έδρα τού στρατηγού
δ) το σύνολο τών εξουσιών που υπάγονταν στην αρμοδιότητα τού στρατηγού.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • στρατηγείο — το 1. έδρα στρατηγού. 2. κύρια έδρα, βάση κάποιας ομάδας ανθρώπων: Ανακάλυψαν το στρατηγείο των λαθρεμπόρων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ΝΑΤΟ — Εξελληνισμένος τύπος του αρκτικόλεξου ΝΑΤΟ (North Atlantic Treaty Organization), δηλαδή Οργάνωση Βορειοατλαντικού Συμφώνου. Σύμφωνο που συνήψαν στην Ουάσινγκτον (τον Απρίλιο του 1949) 12 χώρες της Ευρώπης και Πολιτείες της Βόρειας Αμερικής,… …   Dictionary of Greek

  • νάτο — Εξελληνισμένος τύπος του αρκτικόλεξου ΝΑΤΟ (North Atlantic Treaty Organization), δηλαδή Οργάνωση Βορειοατλαντικού Συμφώνου. Σύμφωνο που συνήψαν στην Ουάσινγκτον (τον Απρίλιο του 1949) 12 χώρες της Ευρώπης και Πολιτείες της Βόρειας Αμερικής,… …   Dictionary of Greek

  • πραιτώριο — Έτσι ονομαζόταν στην αρχαία Ρώμη το γενικό στρατηγείο ή η διαμονή του διοικητή του στρατού. Το όνομα προήλθε από τον πραίτωρα, ο οποίος ασκούσε αρχικά την ανώτατη διοίκηση. Το π. βρισκόταν στο κέντρο του στρατοπέδου πάντα στην ίδια θέση κατά… …   Dictionary of Greek

  • ΕΚΚΑ — (Εθνική και Κοινωνική Απελευθέρωση). Αντιστασιακή οργάνωση που έδρασε στη διάρκεια της γερμανοϊταλικής Κατοχής, κατά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο. Η οργάνωση ιδρύθηκε τον Δεκέμβριο του 1942, με την πρωτοβουλία του πολιτευτή Γ. Καρτάλη και των Α.… …   Dictionary of Greek

  • Χαβίνης, Θεόδωρος — (1886 – 1960). Στρατιωτικός και πολιτικός. Σπούδασε στη Σχολή Ευελπίδων, από την οποία αποφοίτησε ως ανθυπολοχαγός του πυροβολικού το 1907. Πήρε μέρος στις πολεμικές επιχειρήσεις του 1912 13 ως διοικητής πυροβολαρχίας. Το 1916 προσχώρησε στο… …   Dictionary of Greek

  • αγορά — I Η λέξη προέρχεται από το ρήμα αγείρω (συναθροίζω) και αρχικά σήμαινε τη συνάθροιση, αργότερα τον τόπο όπου συναθροίζονταν οι πολίτες του αρχαίου ελληνικού άστεως για να πληροφορηθούν ή να συζητήσουν τα δημόσια πράγματα και τις ιδιωτικές τους… …   Dictionary of Greek

  • αγόρα — I Η λέξη προέρχεται από το ρήμα αγείρω (συναθροίζω) και αρχικά σήμαινε τη συνάθροιση, αργότερα τον τόπο όπου συναθροίζονταν οι πολίτες του αρχαίου ελληνικού άστεως για να πληροφορηθούν ή να συζητήσουν τα δημόσια πράγματα και τις ιδιωτικές τους… …   Dictionary of Greek

  • αεροναυτική — Σύνολο πειραματικών δεδομένων, τεχνικών εφαρμογών και ποικίλων δραστηριοτήτων, οι οποίες συνδέονται με τις συνθήκες που επιτρέπουν στον άνθρωπο να μετακινείται μέσα στη γήινη ατμόσφαιρα με συσκευές που κατασκευάζονται γι’ αυτό τον σκοπό. Τo… …   Dictionary of Greek

  • αμμόχωστος — Πόλη (34.500 κάτ. το 1999) στην ανατολική ακτή της Κύπρου και στον μυχό του ομώνυμου κόλπου. Είναι πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (1.971 τ. χλμ.) που καλύπτει μια μάλλον πεδινή και αγροτική περιοχή όπου καλλιεργούνται κυρίως σιτηρά και αμπέλια …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”